Σάββατο 20 Αυγούστου 2011



Και θα έρθει η στιγμή που το τελευταίο δευτερόλεπτο θα διασταλεί στην αιωνιότητα, κι ο καθένας μας θα πάρει στην αγγαλιά του την κόλαση ή τον παράδεισο που τόσο καιρό προσδοκούσε

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Ray Ban

Έχω ένα ζευγάρι γυαλιά ρέιμπαν, πράσινα. Είναι είκοσι χρόνων, τουλάχιστον. Τα θυμάμαι στο καντράν του αυτοκινήτου του παππού μου, δικά του ήταν, τα φόραγε μια στο τόσο, να μην τον ενοχλεί ο ήλιος όταν οδηγούσε. Και μου είχε κάνει εντύπωση από τότε, μικρό παιδί εγώ, αυτό το ζευγάρι ρέιμπαν. "Σαν των αεροπόρων" σκεφτόμουνα καθώς ο αέρας έμπαινε με χιλιόμετρα από το παράθυρο του συνοδηγού. Το άλλο που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν η χρήση των γυαλιών από τον παππού μου. Γι αυτόν ήταν ένα εργαλείο. Είχε ήλιο? τα φορούσε. Όπως θα χρησιμοποιούσε ένα γαλλικό κλειδί για να σφίξει μια λασκαρισμένη βίδα. Αυτή η άγνοια του ωραίου. Δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να κλείσει ένα άνοιγμα στην σκεπή του στάβλου του με έναν αναγεννησιακό πίνακα. Τίποτα πιο φυσιολογικό γι αυτόν. Μεγαλειώδης απλότητα. Λες και στην θέση του οδηγού καθόταν ένας άνθρωπος σμιλευμένος από συμπαγή πέτρα. Ατόφιος. Αληθινός. Βαρύς. Τόσο βαρύς που αν αφηνόταν για μια στιγμή θα τρύπαγε το πάτωμα του αυτοκινήτου, θα τρύπαγε την γη, θα έφτανε στο κέντρο της και θα ανατιναζόμασταν όλοι μαζί στο διάστημα. Στην απόλυτη ησυχία. Την ατόφια. Την αληθινή. Την βαριά. Και 'γω να επιπλέω στο κενό φορώντας τα πράσινα ρέιμπαν.
Είκοσι χρόνια μετά, τα γυαλιά είναι δικά μου. Όπως και ό,τι άλλο εργαλείο του είχε απομείνει. Τα έχω ακουμπισμένα στο γραφείο μου. Μερικοί μου ζητάνε να τα φορέσω, μου λένε πως μου πάνε, αν και παλιά. Παρόλα αυτά δεν τα φοράω. Τα 'χω ακουμπισμένα εκεί, δίπλα σε μολύβια και βιβλία, κι αν τύχει και κάποια ακτίνα του ήλιου περάσει από το παράθυρο και έρθει να ζεστάνει το πρόσωπο μου. Τότε με χαρά χρησιμοποιώ τα γυαλιά, για δύο τρία λεπτά μέχρι να αλλάξει γωνία αυτή η ακτίνα. Η ατόφια, η αληθινή , η βαριά...

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Τα σιγανα ποταμάκια! (Π.Σ. फतव )

"..Πως να σου δώσω να καταλάβεις?...Ζούμε σε ένα σπίτι. Ωραία? Όλοι μαζί. Έχουμε τους χώρους μας, όχι αυτό που θα θέλαμε αλλά προσπαθούμε να τους φέρουμε στα μέτρα μας. Το σπίτι μοιάζει φοβερό, πανέμορφο. Έχει βιβλιοθήκη αν θες να διαβάζεις, έχει κουζίνα με όλα τα κομφόρ για να εξαντλήσεις την δημιουργικότητα σου, δωμάτιο για παιχνίδια, κρεβατοκάμαρα για "παιχνίδια"...Υπόγειο για τα εργαλεία σου. Σοφίτα για ξεχασμένα αντικείμενα άλλων εποχών που θα σου δίνουν χαρά, να τα ξανά ανακαλύπτεις, να τα δείχνεις σε φίλους, στα παιδιά σου, να τα ανακαλύπτουν τα παιδιά σου που θα παίζουν εκεί. Παλιές φωτογραφίες, ραδιόφωνα με πρωτεύουσες στο καντράν. Κήπο! Θα έχει κήπο με γκαζόν αυτό το σπίτι. Και αυτόματο ποτιστικό. Πες ένα δωμάτιο κι αυτό το σπίτι θα το είχε. Ζεστό το χειμώνα, δροσερό το καλοκαίρι....Αυτό το σπίτι έχει ακόμα μια πόρτα. Τι πόρτα δηλαδή...Πορτούλα. Δεν δίνουμε τόση σημασία. Τι να έχει μέσα? Ένα, δυο πράγματα που δεν τα θέλουμε μέσα στα πόδια μας. Που να τα βάλεις? Δεν ταιριάζουν σε κανένα δωμάτιο. Γι' αυτό υπάρχει αυτή η μικρή πορτούλα. Το καλύτερο όλων με αυτή την πόρτα είναι πως δεν χρειάζεσαι να την κρύψεις. Καμιά δραματική σκηνή. Κανείς δεν θα σου πει "Τι είναι πίσω από αυτή την πόρτα?". Κι όχι επειδή είναι μικρή, και δίφυλλη πόρτα κάστρου να ήτανε, πάλι κανείς δεν θα της έδινε σημασία. Αν μόνος σου πήγαινες και τους έλεγες "Ξέρετε τι έχω πίσω από αυτή την πόρτα?" αυτοί αμέσως θα γύρναγαν την κουβέντα αλλού, π.χ. "που τις αγόρασες αυτές τις μπότες, θα θελα να πάρω κι εγώ ένα ζευγάρι". Όσο κι αν επέμενες, που δεν θα το έκανες έτσι κι αλλιώς, λέμε τώρα, έτσι κι αν επέμενες το ίδιο τροπάρι πάντα.

Αλλά και γιατί να γίνει τόσο λόγος για μια τόση δα πορτούλα θα μου πεις και στο λέω κι εγώ. Εγώ μαζί σου. Τι κρύβει πίσω της αυτή η πόρτα? Θα σου πω και γι' αυτό. Κρύβει ένα ποτάμι. Το πιο βαρετό, χλιαρό ποτάμι. Το κοιτάς και λες πάει, τέρμα αυτό ήτανε δεν κυλάει άλλο, το νερό σταμάτησε. Κι από βάθος τίποτα, μισό δάχτυλο. Θλιβερό θέαμα. Και ποιός να θέλει να πιάσει κουβέντα για ένα τέτοιο θέαμα. Θα του μαυρίσει η ψυχή.

Αλλά να, σήμερα που καθόμουν στο γραφείο μου, μπροστά από τον υπολογιστή, βρήκα μια γόμα, από αυτές που αγοράζουν στα παιδιά το φθινόπωρο πριν το σχολείο. Χρησιμοποιημένη και παλιά. Είχε μείνει ένα μουτζουρωμένο κομματάκι πια. Πόσες κακοδιατυπομένες ιδέες να είχε ρουφήξει αυτή η γόμα και πόσες πραγματικά άξιζαν να ακουστούν και τις έσβησε μια για πάντα, στην λήθη, αναρωτήθηκα. Τις σβήνει ή μήπως τις κρατάει ακόμα μέσα της, συνέχισα. Την πείρα στα χέρια μου, την μύρισα, δεν ντρέπομαι να σου πω πως την δάγκωσα κιόλας. Έπειτα πείρα ένα στυλό και ζωγράφισα πάνω της ένα αστεράκι. Η αλήθεια είναι πως το αστεράκι υπήρχε ήδη εκεί απλά εγώ το πάτησα από πάνω με τον στυλό. Και ξέρεις τι ένιωσα εκείνη την στιγμή ρε γαμώτο? Αυτό το ποταμάκι που σου έλεγα πριν, πίσω από την πόρτα? Ε, αυτό το ποταμάκι παίζει να είναι και χείμαρρος, και κάποια μέρα να μας πάρει όλους κάτω..."

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Η καινούργια μου φίλη

Η φίλη μου έχει τα μάτια της κλειστά. Πότε, πότε ρίχνει καμιά ματιά, με το ένας της μάτι όμως. Μερικές φορές αυτό το βλέμμα συνοδεύεται κι από το σήκωμα του φρυδιού. Η φίλη μου είναι αληθινή, κλαίει μόνο από ανάγκη, δεν έχει λόγο να κοροϊδέψει κανέναν. Η φίλη μου είναι εξωγήινος. Όλοι μου λένε πως βγήκε από την κοιλιά μια άλλης κοπέλας, αλλά εγώ κρατώ τις επιφυλάξεις μου. Δηλαδή και έτσι να είναι τα πράγματα, η φίλη μου ήρθε από αλλού. Ένα φρούτο πού έπεσε από ψηλά, έξω από την γη, μπήκε σε τροχιά, προβλημάτισε τους αστρονόμους ανά τον κόσμο και προσγειώθηκε στην αγκαλιά της μητέρας της στο Θριάσιο, στην Ελευσίνα. Ακόμα ένα μυστήριο για την περιοχή.
Για να δούμε το Κατερινιό, η καινούργια μου φίλη, θα μας ανοίξει τα μάτια?

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Μονόλογος

(Καθιστός σε δημόσια τουαλέτα)
”…Κι όταν με καλέσουν στην συνέντευξη τύπου εγώ θα πω όχι, θα πω πως θα μιλήσω μόνο στην Μαρία Καρχιλάκη. Θα τους αφήσω δύο μέρες να περιμένουν βέβαια. Τίποτα δεν θα λειτουργεί αυτές τις δύο μέρες, όλος ο κόσμος θα περιμένει την απάντηση μου. Θα τους την δώσω αργά το βράδυ, εκεί που κανείς δεν θα το περιμένει… Τα φλας θα αστράφτουν αλλά δεν θα μπορούν να καλύψουν την λάμψη μου. Η Μαρία θα με υποδεχτεί στο δρόμο, όπως δεν έχει κάνει για κανέναν και θα με κοιτάει με αυτό το βλέμμα, αυτό το.. με το υπονοούμενο, όλοι θα ξέρουν και θα χαίρονται για μένα σαν να είναι στην θέση μου… Και θα πέφτουν ασταμάτητα οι ερωτήσεις, σωστό πολυβόλο η Μαρία, αλλά εγώ ήρεμος, ψύχραιμος, όμορφος. Εγώ πάντα κύριος. Κι ο κόσμος δεν θα κουράζεται όσες ώρες κι αν περνούν, όλοι θα θέλουν να με γνωρίσουν, να αποκαλύψουν τι βρίσκεται από πίσω μου, τι είναι αυτό που με κάνει τόσο υπέροχο. Αλλά εγώ στρείδι σωστό. Σφίγγα. Με ένα χαμόγελο εδώ, μια κουβέντα εκεί, θα μεγαλώνω το μυστήριο. Το μαρτύριο… Όταν θα μιλάμε για τα παιδικά μου χρόνια, όλοι θα γελάνε με τις χαρές μου, τα παιχνίδια μου, θα κλαίνε με τις λύπες μου, θα χτυπιούνται κάτω, θα βρίζουν και θα καταριούνται όσους με κορόιδευαν και με βάραγαν στο σχολείο, θα αγαπήσουν τις γιαγιάδες μου, θα ξεχάσουν τις δικές τους… Στις διαφημίσεις, εντάξει πρέπει να έχει και διαφημίσεις, τηλεόραση είναι. Στις διαφημίσεις τόσο πιο πολύ θα τους ανοίγει η όρεξη, θα θέλουν να με φάνε όχι από ζήλια από αγάπη. Εντάξει, λίγοι από ζήλια. Να, η κυρία Φρόσω από κάτω για παράδειγμα… Κι όταν έρθει η ώρα για την ερώτηση της βραδιάς, όλοι θα ναι ιδρωμένοι, εγώ βόρειος πόλος, με χαμόγελο. Μεγάλη ένταση κι ο χρόνος θα πηγαίνει αργά σαν ταινία, σίγουρα θα έχουμε και θανάτους, τίποτα γεροντάκια, να κρατήσω κι ένα λεπτό σιγή. Θα με ρωτήσει η Μαρία, την ερώτηση της βραδιάς… ”Ποιος πραγματικά είσαι Γιάννη?“. Όλοι καρφωμένοι στις τηλεοράσεις. Θα έχει τέτοια ησυχία που όλοι θα ακούν τις καρδιές τους. Φοβερά πράγματα. Τότε θα μιλήσω και θα πω… ”Δυστυχώς Μαρία, δεν ανήκω στο δικό σας πλανητικό σύστημα, είμαι από αλλού. Είμαι ένα περίεργο αστέρι“. Και θα εξαφανιστώ, δια μαγείας! Τέτοια πλάκα δεν θα έχουν ξαναπάθει στην ζωή τους. Και φθηνά την γλύτωσαν. Θα μπορούσα να παίξω την φλογέρα μου και να πνιγούμε όλοι μαζί στο ποτάμι, θα με ακολουθούσαν. Σαν τον τύπο στο παραμύθι. Εγώ όμως απλά θα εξαφανιζόμουν. Μπροστά στις κάμερες. Και τα λόγια μου, τα τελευταία, θα ήταν το μόνο που θα άφηνα πίσω. Θα τα έγραφαν σε τοίχους, σε μπλουζάκια, σε εσώρουχα, παντού, για να ξεπεράσουν την απώλεια. Θα έγραφαν. «Είμαι από αλλού». Και θα κοίταγαν κάθε βράδυ τον ουρανό.

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Παράδοξο φορτηγαντζή

Στην κεντρική κρεαταγορά του Ρέντη, νύχτα ακόμα, καθόμουν με τον Μάνθο τον φορτηγαντζή, για ένα διάλειμμα ανάμεσα στα φορτώματα. Με το τσιγάρο αυτός, το νεράκι μου εγώ.
"Το πρόβλημα μου Λάκη" μου είπε ο Μάνθος διακόπτοντας την πρόταση του με μια ευμεγέθης ρουφηξιά καπνού, "είναι το εξής. Οι γυναίκες που μου αρέσουν, μ' αρέσουν, κατά κύριο λόγο, για την αισθητική τους. Τον τρόπο δηλαδή που αντιλαμβάνονται τον κόσμο και την ομορφιά του, αλλά και για τα συμπαραγόμενα μεταξύ αυτού, του τρόπου, και της σκέψης τους".
"Το πρόβλημα λοιπόν Λάκη" συνέχισε ο Μάνθος με την Κερατσινιότικη προφορά του, "είναι ότι μια γυναίκα που θα της άρεσα, σίγουρα δεν θα είχε καλή αισθητική. Κοίτα με!".
Τον κοίταξα. Για μια στιγμή νόμιζα πως περίμενε να του πω κάτι, μια γνωμάτευση. Αλλά συνέχισε την σκέψη του, βγαζοντας με από την δύσκολη θέση. "Μια γυναίκα που ναι μαζί μου Λάκη, είτε είναι ειλικρινής, μα μπάζο αισθητικά, είτε αισθητικά "σωστή", μα ψεύτικη μαζί μου. Με δεύτερες και τρίτες σκέψεις απο πίσω. Με νιώθεις?". Προσπαθούσα.

"Είμαι σε τέλμα" είπε ο Μάνθος και φύσηξε ένα ντουμάνι καπνού ψηλά. Ακούσαμε το σφύριγμα που μας καλούσε για δουλειά. "Πάμε?" ρώτησα τον Μάνθο. "Και δεν πάμε..". Κι έσβησε το τσιγάρο με την μπότα του.